σκαμβάζω

σκαμβάζω
Μ [σκαμβός]
1. είμαι στρεβλός
2. μτφ. είμαι διεστραμμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαμπάζω — Ν 1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω 2. φρ. «δεν σκαμπάζει γρι» δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκαμβάζω «είμαι διεστραμμένος», το οποίο έλαβε και τη σημ. «παρατηρώ προσεκτικά, βλέπω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”